- ἀάβακτοι
- ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς, Hsch.; cf. [full] ἀάβηκτον· μέλαν, ἀβλαβές, Et.Gud. (A
-βυκτον Cyr.
)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-βυκτον Cyr.
)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αάατος — ἀάατος, ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος 2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός 3. αήττητος, ακαταμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι τού Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το *ἄω (=… … Dictionary of Greek